Μια φορά και έναν καιρό.
Σε μια πολύ μακρινή παραλία κάπου στα νότια ενός μεγάλου νησιού, υπήρχε μια καλύβα για την οποία πολλοί έλεγαν πολλα αλλά λίγοι ήξεραν πραγματικά για αυτήν. Ορισμένοι έλεγαν ότι μέσα κατοικούσε ένας πολύ κακός γέρος με τον οποίο μάλιστα τρόμαζαν τα παιδιά για να φάνε άλλη μια μπουκιά φαγητό, άλλοι έλεγαν ότι εκεί δεν ζει κανένας εκτός από τα στοιχειά περασμένων και παράξενων χρόνων. Υπήρξαν και αυτοί που έλεγαν ότι αυτή η καλύβα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα ξύλινο κατασκεύασμα που μπορεί να μην είχε ρημάξει από το χρόνω άλλα αυτό οφειλόταν στην παλιά, καλή ποιότητα του ξύλου που επεξεργάζονταν εκείνα τα χρόνια.
Η αλήθεια είναι ότι όλοι είχαν κάτι να πουν αλλά κανένας μα κανένας δεν τολμούσε να παει να δει από κοντά.
Σε μια πολύ μακρινή παραλία κάπου στα νότια ενός μεγάλου νησιού, υπήρχε μια καλύβα για την οποία πολλοί έλεγαν πολλα αλλά λίγοι ήξεραν πραγματικά για αυτήν. Ορισμένοι έλεγαν ότι μέσα κατοικούσε ένας πολύ κακός γέρος με τον οποίο μάλιστα τρόμαζαν τα παιδιά για να φάνε άλλη μια μπουκιά φαγητό, άλλοι έλεγαν ότι εκεί δεν ζει κανένας εκτός από τα στοιχειά περασμένων και παράξενων χρόνων. Υπήρξαν και αυτοί που έλεγαν ότι αυτή η καλύβα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα ξύλινο κατασκεύασμα που μπορεί να μην είχε ρημάξει από το χρόνω άλλα αυτό οφειλόταν στην παλιά, καλή ποιότητα του ξύλου που επεξεργάζονταν εκείνα τα χρόνια.
Η αλήθεια είναι ότι όλοι είχαν κάτι να πουν αλλά κανένας μα κανένας δεν τολμούσε να παει να δει από κοντά.
Στην ίδια παραλία υπήρχε και ένα μαγαζί, που συνήθιζαν να πηγαίνουν οι λιγοστοί κάτοικοι της περιοχής. Ήταν το σημείο συνάντησης για παλιούς καλούς γνωστούς αλλά και λίγων νέων που δεν ήθελαν να αφήσουν αυτήν την παραλία για κανένα πολυσύχναστο σημείο κάποιας πόλης στην οποία άπλα θα υπήρχαν. Εκεί είχαν λέει ονοματεπώνυμο ήταν ο τόπος τους.
Ανάμεσα σε όλους αυτούς υπήρχε και ένας θαμώνας που αν και όλοι ήξεραν τα παντα για όλους, αυτός ήταν κάτι σαν την καλύβα. Μόνος, παράξενος, κακός, καλός, κακομοίρης, τρελός και ότι αλλο μπορούσε να σκεφτεί κάποιος για κάτι που δεν ξέρει. Σημασία πάντως για όλους είχε ότι μέσα από την παράξενη μορφή που κάθε απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ καθόταν ήρεμη μέσα σε μια βουβαμάρα στο ίδιο τραπέζι και έπινε το ίδιο πάντα ποτό καπνίζοντας τον ίδιο πάντα καπνό και κοιτώντας πάντα έξω από το ίδιο σημείο την παραλία έβγαινε κάτι οικείο. Κάτι που δεν προκαλούσε φόβο.
Ο γέρος έμενε πολύ κοντά, σε ένα σπιτάκι που τον χειμώνα το έγλυφε η αλμύρα που ξέφευγε από τα κύματα της κάθε αλλο παρα φιλικής θάλασσας ενώ το καλοκαιράκι τον δρόσιζε το ήρεμο χάδι της σαν σε γυναίκα που έχει βαλθεί να κάνει δικό της ότι θέλει και να πάρει από αυτό τα πάντα.
Τα χρόνια περνούσαν και δεν άλλαζαν πολλά. Τα παιδιά μεγάλωναν, οι μεγάλοι γερνουσαν και οι γέροι έπαιζαν κρυφτό με τον θάνατο σαν παιδιά, όχι που γελούσαν αλλά που ήξεραν.
Το μαγαζί το είχε αναλάβει ο γιος της Κυρα Μάρος, γνωστή και ως γιάτρισσα μια που μέσα από τα πολύχρωμα μπουκάλια που είχε όμορφα στοιβαγμένα πισο από την πλάτη της ήξερε να γιατρεύει κάθε λογής πόνο με ειδικότητα στον συναισθηματικό.
Ο μικρός, όπως τον αποκαλούσαν και ας είχε πατήσει τα τριάντα, λεγόταν Φαιδωνας. Τα πολλά τα στόματα έλεγαν ότι ήταν το καλύτερο παλικάρι και από τους ποιο όμορφους νέους του τόπου.
Τον συμπαθούσαν όλοι. Κάποια στιγμή μάλιστα όταν είπε καλησπέρα στον παράξενο γερο πριν χρόνια υπήρξε μια υποψία χαμόγελου στο ριτηδιασμενο πρόσωπό του.
Ένα απόγευμα ενώ όλα φαινόταν να μοιάζουν ίδια και ο κόσμος στην θέση του, η ματιά ενός από τους θαμώνες έπεσε επάνω στο άδειο τραπεζάκι του γέροντα μια που δεν τολμούσε και κανεις να κάτσει στη θέση του.
-Που είναι αυτός; ρώτησε γνεφοντας προς το τραπεζάκι τον Φαιδωνα
-Δεν ξέρω, μπορεί να καθυστέρησε κάπου
-Που; Άργησε το λεωφορείοq Eίπε γελώντας ο θαμώνας
Η γκριμάτσα του Φαίδων σταμάτησε το γέλιο αλλά και κάθε αλο περιθώριο για να συνεχιστεί το αστείο.
Είχε περάσει περίπου μισή ώρα από τον διάλογο και το μυαλό του Φαίδωνα είχε αρχίσει να βάζει πολλά.
-Ρε λες να έπαθε τίποτα, ξεστόμισε τελικά
-Τι να σου πω, έχω αρχίσει να ανησυχώ και εγώ
Άφησε την πετσέτα και ένα ποτήρι που σκούπιζε εκείνη τη στιγμή και βγήκε έξω από το μπαρ με αποφασιστικά βήματα κατευθυνόμενος προς την πόρτα.
-Που πας;
-Στο σπίτι του
-Πας γυρεύοντας μου φαίνεται
Μέχρι να τελειώσει την πρόταση του ο θαμώνας, η πόρτα του μαγαζιού είχε κλείσει και ο Φαιδωνας είχε αρχίσει να ανεβαίνει το ανηφορικό δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι του γέροντα.
Μέσα σε δυο λεπτά είχε φτάσει έξω από την πόρτα του την οποία χτύπησε στην αρχή διακριτικά.
Καμία απάντηση
Χτύπησε πολλές φορές και προσπαθούσε να δει μέσα από τις γρίλιες των παραθύρων κάποια κίνηση
Τζίφος. Όσο δυνατά και αν είχε καταλήξει να χτυπάει τίποτα δεν έδινε κάποιο σημάδι ζωής μέσα στο
σπίτι. Άρχισε να κατηφορίζει προς το μαγαζί εχοντας μαζεμένα τα φρύδια και σφιγμένες τις γροθιές από την αγωνία ότι κάτι είχε συμβεί.-Τον βρήκες;
-Όχι, άκου πρέπει να με βοηθήσεις να τον βρούμε.
-Μπορούμε να βγούμε όλοι και να των ψάξουμε, έτσι και αλλιώς τα πόδια του δεν τον σηκώνουν για μακριά
-Έχεις δίκιο πρέπει να πάμε όλοι μαζί για να τον βρούμε γρήγορα
- Εγώ πάντως στο σπίτι του δεν πάω. Θα πάω μέχρι τα βράχια με άλλους δυο και από εκεί θα γυρίσουμε από το μονοπάτι του τρελού.
-Έγινε εσύ Γιωργο πάρε άλλους δυο και πηγαίνετε από την αλη μεριά, φταστε μέχρι τις πηγές και γυρίστε από τον επάνω δρόμο. Ποιος θα έρθει μαζί μου στο σπίτι; Πρέπει να παραβιάσουμε την πόρτα.
-Εγώ θα περιμένω εδώ μπας και φανεί.
-Αλος; Καλά, καλά θα ξανά πάω μόνος.
Μια ώρα αργότερα οι δυο ομάδες είχαν επιστρέψει στο μαγαζί και περίμεναν τον Φαιδωνα που και αυτός δεν άργησε να γυρίσει. Αλοστε σε μια ώρα μπορούσες να γυρίσεις ολόκληρο το χωριό μιάμιση φορά.
-Βρήκατε τίποτα;
-Όχι. Εσύ;
-Τίποτα, λες και ανοι...
-Στην καλύβα δεν ψάξαμε.
Για μια στιγμή όλοι πάγωσαν.
-Τι δουλειά έχει ο γέρος με την καλύβα; Ρώτησε κάποιος
-Ότι δουλειά θα είχε αν τον βρίσκαμε και στο μονοπάτι του τρελού...καμία απλά το είπα
-Ποιος θα ρθει μαζί μου; Ρώτησε αποφασιστικά ο Φαιδωνας.
-Ρε δεν μας βάζεις κάτι να ποιούμαι και να πάμε για ύπνο; Αύριο εδώ θα είναι ο γέρος
-Πάμε σας λέω μπορεί να χρειάζεται βοήθεια ο άνθρωπος
-Α για να σου πω μικρέ. Εντάξει δεν λέω και εγώ ανησυχώ αλλά δεν μπορώ να πάω στην καλύβα και μάλιστα τέτοια ώρα. Αστο και θα πάμε το πρωί. Προς το παρόν βάλε μου ένα ουισκακι.
Απρόθυμα ο μικρός έβαλε ένα ουίσκι και λίγα φιστίκια σε ένα μπολάκι.
Για λίγο νόμιζες ότι τίποτα από όλα αυτά δεν είχε συμβεί. Όλοι έπιναν και συζητούσαν για ψαριες, για μπάλα, για όλα εκτός από το ενδεχόμενο να παει κάποιος στην καλύβα με τον Φαιδωνα.
Η πόρτα ακούστηκε μέχρι το μονοπάτι του τρελού όταν ο μικρός την έκλεισε πισο του και έβαλε πλωρα την καλύβα.
-Που πας; Του φώναξε ένας
-Να τον βρω
-Που
Βουβαμάρα
5 σχόλια:
με άφησες με το ερωτηματικό...
τι έγινε??
τον βρήκαν?
τι σχέση είχε με τον τρελό και την καλύβα του ο γέρος?
και ο μικρός??
θα περιμένωω με αγωνία την συνέχεια
πολλά πολλά φιλιά παγωτοξωτικό μου,
να εχεις μια όμορφη μέρα !!
Καλημερα μαγισσουλα μου
Το μονοπατι του τρελου ηταν το μονοπατι που οδειγουσε απο την παραλια (τα βραχια) πισο στο κεντρο του χωριου απο την μερια του δασους. Το ονομα του το πειρε απο εναν τρελο της περιοχης που ελεγε οτι απο εκει περνουσε η ποιο ομορφη γυνεκα που ειχε δει ποτε.
Κατεβεναι τα βραδια στην παραλια μεσα απο το δασος και χορευαι εκει που τελειωναι η αμουδια και ξεκινουσε η σκοτινη θαλασσα.
Φιλιαααα για μια ομορφη μερα
Για να περναει η ωρα γραφω και καμια... ιστοριουλα χαχαχα
Έλα ρε Παναγιώτη, πες μας τι έγινε τελικά με το γέρο? τον βρήκαν στην καλύβα?
χαχαχα Ποση αγωνια ποια;
Αργα το βραδυ η απαντιση
Φιλια καλη μου φιλη
Δυστηχος πρεπει να φιγω και δεν θα τελειωσει σημερα
Θα τα πουμε συντομα παντος καληνυχτα σε ολους
Δημοσίευση σχολίου